ἀναφύσημα

ἀναφύσημα
ἀναφύσημα
upward blast
nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναφύσημα — το (Α ἀναφύσημα) φύσημα προς τα επάνω (για ανοδική κίνηση θερμού αέρα από ηφαίστεια κ.λπ.) νεοελλ. 1. ανάλαφρη πνοή του ανέμου 2. φύσημα της μύτης αρχ. σκόνη για τη θεραπεία φλεγμονής …   Dictionary of Greek

  • αναφύσημα — το, ατος και αναφυσητό, το έντονο φύσημα: Τι αναφυσητό ήταν αυτό χτες όλη μέρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφυσήματα — ἀναφύσημα upward blast neut nom/voc/acc pl ἀναφύσημα upward blast masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσημάτων — ἀναφύσημα upward blast gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήμασι — ἀναφύσημα upward blast dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήματι — ἀναφύσημα upward blast dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφυσήματος — ἀναφύσημα upward blast gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφύσησις — ἀναφύσησις, η (Α) το αναφύσημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”